υπερμικροσκοπικός

υπερμικροσκοπικός
-ή, -ό, Ν [υπερμικροσκόπιο]
1. αυτός που είναι μικρότερος από τον μικροσκοπικό
2. φρ. «υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί»
βιολ. οργανισμοί μη ορατοί με τα κοινά μικροσκόπια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερμικροσκοπικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το υπερμικροσκόπιο, που δεν είναι ορατός με τα κοινά μικροσκόπια: Υπερμικροσκοπικοί οργανισμοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βακτηριοφάγος — ο υπερμικροσκοπικός οργανισμός που προκαλεί την καταστροφή του βακτηρίου …   Dictionary of Greek

  • υπεριός — ο, Ν βιολ. υπερμικροσκοπικός νοσογόνος μικροοργανισμός που ζει παρασιτικά μέσα στα κύτταρα ζώων ή φυτών και τού οποίου το μέγεθος κυμαίνεται μεταξύ 10 και 300 χιλιοστών τού μικρομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ιός. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”